Τροιανδε

Τροιανδε
    Τροίανδε
    Τροίαν-δε
    эп.-ион. Τροίηνδε, дор. Τρῴανδε adv. в Трою Hom., Pind.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Τροιανδε" в других словарях:

  • τροίανδε — και ιων. τ. τροίηνδε και δωρ. τ. τρῴανδε Α (τοπ. επίρρ.) στην Τροία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. Τροίαν τού Τροία + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Ἰθάκην δε)] …   Dictionary of Greek

  • Τροίηνδε — Τροίανδε Troy epic ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροίανδ' — Τροίᾱνδε , Τροίανδε Troy indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροίηνδ' — Τροίηνδε , Τροίανδε Troy epic ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»